-
1 λᾳστήριον
A v. λῃστήριον. [full] λαστρυγυλίας· λίθος τετριμμένος, Hsch. (Fort. λᾶς ([etym.] λᾶας) τρυμαλίας.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λᾳστήριον
См. также в других словарях:
λαστρυγυλίας — λαοτρυγυλίας (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λίθος τετριμμένος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λᾶς (λᾶας) «λίθος» + τρυμαλίας (< τρύω)] … Dictionary of Greek